ἡμιόλιον

ἡμιόλιον
ἡμιόλιος
containing one and a half
masc acc sg
ἡμιόλιος
containing one and a half
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκλίζα — και γλίζα, η ημιόλιον, τραπεζοειδές ιστίο σε ιστιοφόρο …   Dictionary of Greek

  • ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”